Παρασκευή, 13 Οκτωβρίου 2017

Ο σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα Σεβασμιώτατε


katanixis.gr: Σχόλιο στο άρθρο του μητροπολίτη Περγάμου Ιωάννου ΖηζιούλαἩ Εὐχαριστηριακή θεώρησις τοῦ κόσμου καί ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος) 
Ηχεί παράξενα στα αυτιά του πιστού λαού, η φωνή του ποιμένα που αντί “να ‘βγει μπροστά” και “να παλέψει” για τα Ιερά και τα Όσια της πατρίδος και του έθνους, να συντρέξει να στηρίξει, να διαμαρτυρηθεί δυναμικά, εκείνος επιλέγει να παρέμβει με ένα άρθρο “υψηλής διανόησης”, ένα άρθρο “επιτηδευμένης δημιουργικής και θεολογικής ασάφειας”. Τι να θέλει άραγε να μας πει; 
Όταν πουλημένες κυβερνήσεις, υπηρετούν τους ινστρούχτορες της Νέας Εποχής, επιβάλλουν και νομιμοποιούν την ισλαμοποίηση, την τρομοκρατία, την ομοφυλοφιλία, την κτηνοβασία, την παιδεραστία, το ηλεκτρονικό φακέλωμα και την πανθρησκεία (μέσω της παναιρέσεως του Οικουμενισμού), από που συμπεραίνει οτι “.. φαίνεται ν' ἀποτινάσση μέ ἀγανάκτησιν τούς ἠθικούς κανόνας…” ο σύγχρονος άνθρωπος; Μήπως είναι ακήρυχτος πόλεμος; Μήπως σύρεται σε μοντέρνο σκλαβοπάζαρο; Μήπως προσμένει να ελευθερωθεί από τους Αρχιερείς του;
Την ευθύνη αυτής της λάθος τεκμηρίωσης την αναλαμβάνει και ο ίδιος χρησιμοποιόντας πρώτο πληθυντικό πρόσωπο για το κατάντημα: “..τό οἰκοδόμημα, πού ἀνεγείραμε μέ τόσον ζῆλον συναρμολογοῦντες τάς ἀγαπητὰς μας ἠθικὰς ἀξίας, ἀπεδείχθη ἤδη διά τόν ἄνθρωπον μία φυλακή..”. Για ποιο λόγο όμως να αναλάβει προσωπικά μια ευθύνη που δεν είναι δική του (ή και δική του); Στην απάντηση κρύβεται και το κίνητρο της συγγραφής ολοκλήρου του άρθρου-παρέμβαση: Σε μια Ελληνική κοινωνία που συγκλονίζεται από την εσχάτη προδοσία με την ψήφιση του ελεεινού νομοσχεδίου περί αλλαγής φύλλου και από τον άθλιο φάκελλο μαθήματος των θρησκευτικών στα σχολεία μας, φαίνεται ο γέρων Περγάμου εκτίμησε πως είναι η ώρα να προπαγανδίσει τη δική του θεολογία.
Αυτή θα μπορούσε να είναι  από μόνη της μια προβληματική στάση, το να προτάσσεις την δική σου ατζέντα, απέναντι στην επίθεση προς τον πιστό λαό του Θεού. Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι πως, είτε θέλουμε να το αποδεχθούμε είτε όχι, είτε το κατανοούμε είτε όχι, ο μητροπολίτης Περγάμου είναι η έμπνευση και εκείνων που έγραψαν τον άθλιο φάκελλο για το μάθημα των θρησκευτικών αλλά και εκείνων που αγωνίζονται να επιβάλλουν την ομοφυλοφιλία στην Εκκλησία σαν δικαίωμα.
Δε διστάζει τέλος, “ως θεολογική αυθεντία”, ως “στύλος και εδραίωμα” της μεταπατερικής θεολογίας, να βάλει και τη σφραγίδα του επιτιθέμενος εμέσως στους Πατέρες: “... Χρησιμοποιοῦμε τά δογματικά κηρύγματα καί δέν ἀκουόμεθα καί πάλιν..”.
Οι μάσκες πέφτουν, οι πρωταγωνιστές αυτοαποκαλύπτονται, τα πράγματα μπαίνουν στη θέση τους και ο κάθε κατεργάρης στον πάγκο του. Όσο οι Αρχιερείς μας αναπαύονται στη σιωπή τους, όσο το Άγιον Όρος δε γίνεται ηφαίστειο αντίδρασης, όσο Ιερείς και Μοναχοί στις ενορίες, παρακολουθούν με πίτσες και με μπύρες σαν reality show, τα επισκοπικά δικαστήρια παρωδία που στήθηκαν στη μητρόπολη Θεσσαλονίκης και τις διώξεις των κληρικών και μοναχών που έπαυσαν την μνημόνευση των αιρετιζόντων Επισκόπων τους, τόσο στο μέτωπο της παναιρέσεως του Οικουμενισμού με την Ορθοδοξία, θα στεφανώνονται τα παλληκάρια του Χριστού.
Πίστις ή αίρεσις; αυτό είναι το διακύβευμα!    
Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος φαίνεται ν' ἀποτινάσση μέ ἀγανάκτησιν τούς ἠθικούς κανόνας πού τοῦ ἔχει ἐπιβάλλει ἡ παράδοσις ἑνός χριστιανικοῦ πολιτισμοῦ ἐπί αἰώνας τώρα. Ἄς μή συζητοῦμε τά αἴτια αὐτῆς τῆς καταστάσεως καί ἄς περιορισθοῦμε εἰς τήν διαπίστωσιν ὅτι τό οἰκοδόμημα, πού ἀνεγείραμε μέ τόσον ζῆλον συναρμολογοῦντες τάς ἀγαπητὰς μας ἠθικὰς ἀξίας, ἀπεδείχθη ἤδη διά τόν ἄνθρωπον μία φυλακή, τῆς ὁποίας τά θεμέλια σείονται ἀπό τήν ἀντίδρασίν του.
Μᾶς ἀπασχολεῖ τό πρόβλημα τῆς πτώσεως τῶν ἀξιῶν αὐτῶν καί ἀποροῦμε διατί ἡ φωνή μας ὡς χριστιανῶν πίπτει εἰς τό κενόν. Καταφεύγομεν εἰς ὀρθολογικά καί ἠθικά κηρύγματα, διά νά πείσωμεν τόν κόσμον, καί ἀποτυγχάνομεν. Χρησιμοποιοῦμε τά δογματικά κηρύγματα καί δέν ἀκουόμεθα καί πάλιν. Ὁ λόγος προσφέρεται καί ὁ κόσμος «αὐτόν οὐ λαμβάνει». Καί εἰς τήν αὐτοκριτικήν μας λησμονοῦμεν, ὅτι ὁ λόγος τοῦ χριστιανισμοῦ δέν εἶναι λέξις, ἀλλά πρόσωπον δέν εἶναι φωνή, ἀλλά ζῶσα παρουσία• μία παρουσία, πού ἐνσαρκώνεται κατ' ἐξοχήν εἰς τήν Εὐχαριστίαν, εἰς μίαν Εὐχαριστίαν, πού εἶναι σύναξις καί κοινωνία. Ἡ κοινωνία αὐτή, πού μεταμορφώνεται, διά νά μεταμόρφωση, δέν ὑπάρχει πλέον.
Τήν διέλυσεν ἡ εὐσεβιστική ἀτομοκρατία μας, πού ἐπίστευεν ὅτι δέν χρειάζεται τήν ἐνορίαν, τήν εὐχαριστιακήν αὐτήν κοινότητα, διά νά δράση εἰς τόν κόσμον. Τήν ὑπεκατέστησεν ἡ διδακτική λογοκρατία μας, πού ἐπίστευσεν ὅτι ἀρκεῖ νά ὁμιλήσωμεν πρός τόν κόσμον, διά νά τόν μεταβάλωμεν. Ἡ Ἐκκλησία μας ὡς παρουσία εἰς τόν κόσμον ἔγινεν ἄμβων χωρίς Θυσιαστήριον καί ἄθροισμα χριστιανῶν χωρίς ἑνότητα καί σύναξιν. Δέν ἀντλοῦμε τάς ἠθικὰς ἐπιταγὰς μας ἀπό τήν νέαν ζωήν πού γενυόμεθα εἰς τήν εὐχαριστιακήν μας σύναξιν καί ἡ κοινωνία φαίνεται, νά ἔχη χάσει τό φύραμα τῆς θεονόμου κοινωνίας πού θά τήν ζύμωση εἰς μίαν ἠθικήν ἀναγέννησιν.
Μέ ὅλα αὐτά δέν εἰσηγοῦμαι ὅτι ἡ εὐχαριστιακή θεώρησις τῆς κοινωνίας μας θά λύση τά ἠθικά προβλήματά της. Ἀντιθέτως, πρέπει νά τονισθῆ, ὅτι εἰς μίαν εὐχαριστιακήν θεώρησιν τοῦ κόσμου δέν ἔχει θέσιν τό «ὄπιον» ἑνός κοινωνικοῦ εὐαγγελίου. Ὁ ἐπίγειος παράδεισος μιᾶς ἠθικῶς τελείας κοινωνίας ἀποτελεῖ προσδοκίαν πού ἐγέννησε ὁ δυτικός ὀρθολογισμός, καί πού ἡ μαρτυρία τῆς Εὐχαριστίας ἀδυνατεῖ νά υἱοθετήση. Διότι ἡ Εὐχαριστία εἰς τήν ἐσωτέραν φύσιν της ἐμπεριέχει μίαν ἐσχατολογικήν διάστασιν, πού ὅσον καί ἄν εἰσδύει εἰς τήν Ἱστορίαν, δέν μεταβάλλεται ἀπόλυτα εἰς Ἱστορίαν. Εἶναι ἡ δραματικωτέρα μαρτυρία μιᾶς συναντήσεως τοῦ ἐσχάτου μέ τήν Ἱστορίαν, τοῦ τελείου μέ τό σχετικόν ἐντός τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως - ἐδῶ καί τώρα. Εἶναι ἡ μαρτυρία μιᾶς ἠθικῆς πού δέν εἶναι ἱστορική ἐξέλιξις, ἀλλ' ὑπαρξιακή μάχη, πού κερδίζεται, διά νά χαθῆ καί πάλιν, μέχρις ὅτου κερδηθῆ ὁριστικῶς «ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ».
Ἡ ἐσχατολογική αὐτή διείσδυσις εἰς τήν Ἱστορίαν δέν εἶναι μία λογικῶς καί ἐμπειρικῶς νοητή ἱστορική ἐξέλιξις, ἀλλά μία κατακόρυφος κάθοδος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πού μέ τήν ἐπίκλησίν Του, τήν τόσον θεμελιώδη καί χαρακτηριστικήν διά τήν Ὀρθοδοξίαν, ὁ «νῦν αἰών» μεταμορφοῦται εἰς «καινήν κτίσιν» ἐν Χριστῷ. Ἡ κάθοδος αὐτή τοῦ οὐρανοῦ εἰς τήν γῆν, πού καθιστᾶ δυνατήν τήν ἀναφοράν τῆς γῆς εἰς τόν οὐρανόν, γεμίζει τήν γῆν μέ φῶς καί χάριν καί χαράν καί κάνει τήν λειτουργίαν μίαν ἑορτήν, μίαν πανήγυριν, ἀπό τήν ὁποίαν οἱ πιστοί ἐπιστρέφουν εἰς τόν κόσμον χαρούμενοι καί χαρισματοῦχοι. Ἀλλ' ἔξω ἀπό τήν πύλην τοῦ ναοῦ τούς ἀναμένει πάντοτε ἡ πάλη. Μέχρι τοῦ τέλους τῶν καιρῶν θά διανύουν τήν εὐχαριστιακήν πορείαν των λαμβάνοντες γεῦσιν μόνον ἀπό τήν θεόνομον κοινωνίαν, διά νά τήν ἀναμίξουν μετ' ὀλίγον μέ τήν πικρὰν γεῦσιν τοῦ κακοῦ. Ἡ Εὐχαριστία θά τούς ἔχη δώσει τήν πλέον ζωντανήν διαβεβαίωσιν τῆς νίκης τοῦ Χριστοῦ ἐπί τοῦ διαβόλου, μιᾶς νίκης ὅμως πού εἰς τήν γῆν αὐτήν θά εἶναι νίκη «κενωτική», νίκη σταυροῦ, νίκη ἀσκήσεως ἡρωικῆς, ὅπως τήν ἀντελήφθη καί τήν ἔζησεν ἡ Ἀνατολή μέ τόν μοναχισμόν της.
Τοιουτοτρόπως ἡ Εὐχαριστία θ' ἀνοίγη πάντοτε τόν δρόμον ὄχι πρός τό ὄνειρον μιᾶς ἐξελικτικῆς ἠθικῆς τελειώσεως τοῦ κόσμου, ἀλλά πρός τήν ἀνάγκην τῆς ἡρωικῆς ἀσκήσεως, τῆς ἐμπειρίας τῆς κενώσεως καί τοῦ Σταυροῦ, εἰς τήν ὁποίαν καί μόνον θά βιοῦται ἐν τῷ κόσμῳ ἡ νίκη τῆς Ἀναστάσεως μέχρι τοῦ τέλους τῶν καιρῶν. Συγχρόνως ὅμως θά χαρίζη εἰς τόν κόσμον τήν γεῦσιν τῆς ἐσχατολογικῆς πραγματικότητος, ἡ ὁποία εἰσδύει εἰς τήν Ἱστορίαν διά τῆς εὐχαριστιακῆς συνάξεως καί καθιστᾶ ἐν τόπῳ καί χρόνῳ δυνατήν τήν θέωσίν μας. Χωρίς τήν διάστασιν αὐτήν πού φέρει ἡ Εὐχαριστία εἰς τόν κόσμον, καμμία μέθοδος ἱεραποστολῆς, καμμία εὐφυής διπλωματία «διαλόγου μέ τόν κόσμον» καί οὐδέν σύστημα ἠθικῆς θά ἠμπορέσουν νά μεταμορφώσουν τόν σύγχρονον κόσμον ἐν Χριστῷ.
Ἡ κρίσης τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου εἰς τήν σχέσιν του μέ τόν Χριστόν καί ἡ ἀδυναμία τοῦ Χριστιανισμοῦ νά τόν συνάντηση, ἴσως ὀφείλονται κατά μέγα μέρος εἰς τήν θεολογικήν παράδοσιν πού τοῦ ἐδώκαμε, αὐτήν πού τόν ἐδιχοτόμησε, τόν κατέστησε σχιζοφρενικόν, τόν ἐτοποθέτησεν εἰς σχήματα δυαλιστικά ἤ εἰς ἀσφυκτικά ἠθικά κατασκευάσματα καί τοῦ διέσπασε τήν ἀκεραιότητα. Καί, ἐνῶ ἡ παράδοσις αὐτή ἦτο διά τό παρελθόν ὁ τρόπος τῆς σκέψεώς του, ὅταν μετά τήν νέαν θεώρησιν τῆς ζωῆς πού ἀνεπτύχθη διά τῆς νεωτέρας ἐπιστήμης καί φιλοσοφίας ὅλα αὐτά τά σχήματα κατέπεσαν καί εὑρέθη οὗτος εἰς τό δίλημμα τί νά ἐκλέξη μεταξύ τῶν ἀντιθέσεων πού τοῦ ἐδώκαμε, ἡμεῖς ἐπεδόθημεν εἰς μίαν ἀπολογίαν τῶν σχημάτων τούτων, μέ ἀποτέλεσμα τήν κρίσιν εἰς τάς σχέσεις τῆς Ἐκκλησίας πρός τόν κόσμον.
Εἰς τήν κατάστασιν αὐτήν ἡ Ὀρθοδοξία ἵσταται ὡς μία μαρτυρία ἀποτυχημένη θεολογικῶς, ἐφ' ὅσον συνεχίζει καί αὐτή τήν ἀπολογίαν τῶν σχημάτων τούτων. Ἵσταται ὅμως ὡς ἡ ἐλπίς τοῦ κόσμου λειτουργικῶς, ἐφ' ὅσον εἰς τήν Εὐχαριστίαν της αἴρονται αἱ διχοτομήσεις αὖται καί ὁ ἄνθρωπος ἐπανευρίσκει τήν ἀκεραιότητά του καί τήν κοινωνίαν του μέ τόν Θεόν. Ἐάν ἡ Ὀρθοδοξία συνειδητοποίηση τοῦτο, ἴσως ἀχθῆ ἐγκαίρως εἰς ἀναθεωρήσεις θεολογικὰς καί λάβη μέτρα πρακτικά εἰς τρόπον, ὥστε νά σώση ἑαυτήν ἀπό τήν ἐκκοσμίκευσιν καί τόν κόσμον ἀπό τήν ἀπομάκρυνσίν του ἀπό τόν Θεόν.
Μητροπολίτης Γέρων Περγάμου Ἰωάννης Ζηζιούλας