Σάββατο, 11 Νοεμβρίου 2017

Μ. Βασίλειος – Επιστολή (229) προς κληρικοίς Νικοπόλεως

λήψη.jpg

«Όθεν και αυτοί καλώς εικάσατε τον θεοφιλέστατον αδελφόν ημών και συλλειτουργόν Ποιμένιον κατά Θεόν κεκινήσθαι»
ΝΙΚΟΣ Ε. ΣΑΚΑΛΑΚΗΣ
Είναι αλήθεια, ότι πολλές επιστολές του Μ. Βασιλείου αποτελούν επίκαιρο και γόνιμο εκκλησιολογικό πεδίο, σε μια εποχή κατά την οποία ακούμε συχνά, από διαφορετικές οικουμενιστικές κατευθύνσεις, πολλές θεωρίες (παπικές) για την προέλευση, πρακτική και θεολογία της κανονικότητας μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία.
Στην επιστολή αυτή (229), με υψηλή ευκρίνεια παρατηρούμε, μια ολοκληρωμένη μορφή Ορθόδοξης αντίδρασης σ’ ένα ετερόδοξο εκκλησιαστικό σχήμα, που επιβλήθηκε από τις Αρειανικές ηγεσίες, πολιτική και εκκλησιαστική, στον λαό της Νικοπόλεως της Μικράς Αρμενίας.
Με όρους θεολογικούς – εκκλησιολογικούς, η κίνηση του Ορθοδόξου επισκόπου Ποιμένιου κρίνεται από τον Μ. Βασίλειο ορθή, ως κατά Θεόν εργασμένη. «Όθεν και αυτοί καλώς εικάσατε τον θεοφιλέστατον αδελφόν ημών και συλλειτουργόν Ποιμένιον κατά Θεόν κεκινήσθαι», υπογραμμίζει ο Μ. Βασίλειος δηλ. «επομένως και σεις καλώς εικάσατε (θεωρήσατε) ότι ο θεοφιλέστατος αδελφός και συλλειτουργός ημών Ποιμένιος εκινήθη θεοπρεπώς». Στον 2ο τόμο (Έργα Μ. Βασιλείου – Ε.Π.Ε.) διαβάζουμε το εξής σχόλιο: «όταν απέθανεν ο Ορθόδοξος επίσκοπος Νικοπόλεως της Μικράς Αρμενίας Θεόδοτος, ο Ευστάθιος Σεβαστείας με την προστασίαν του Βικαρίου Πόντου Δημοσθένους εχειροτόνησε τον Φρόντωνα διάδοχόν του, ο οποίος τώρα έκλινε προς τον αρειανισμόν.  Οι κάτοικοι της πόλεως όμως (οι Ορθόδοξοι δηλ.) δεν τον εδέχθησαν και κατόπιν αιτήσεώς των μετέβη εκεί ο επίσκοπος Σατάλων Ποιμένιος (Ορθόδοξος), τον οποίον είχε χειροτονήσει προ τινων ετών ο Βασίλειος, προς εξέτασιν της καταστάσεως. Αυτός δε μ’ εξαιρετικήν ταχύτητα επρότεινεν εις τους Νικοπολίτας την μετάκλησιν του επισκόπου Κολωνίας Ευφρονίου, πράγμα το οποίο έγινεν. Αλλά φυσικά τούτο δυσαρέστησε τους κατοίκους Κιλικίας, ενώ παραλλήλως η ταχύτης ενεργείας, που ασφαλώς ωφέλησε την Ορθόδοξον μερίδα, έδιδεν αφορμήν κριτικής περί της κανονικότητος αυτής».
Το σχήμα συνύπαρξης Ορθοδοξίας – Αρειανισμού, Ορθοδοξίας και αίρεσης, δεν έγινε αποδεκτό από την αληθινή Εκκλησία, από τον λαό του Κυρίου, όπως χαρακτηρίζει τους Ορθοδόξους ο Μ. Βασίλειος στην επιστολή του.
Επικροτεί την ενέργεια του Ορθοδόξου επισκόπου Ποιμένιου, ο οποίος παρέκαμψε την επίσημη αιρετική εκκλησιαστική ηγεσία και προχώρησε στην μετάκληση του Ορθοδόξου επισκόπου Κολωνίας Ευφρονίου.
Είναι προφανές, ότι ο Μ. Βασίλειος αποδέχεται εκκλησιολογικά, ηθικά και κανονικά, την ενέργεια των Ορθοδόξων της Νικοπόλεως, οι οποίοι δεν αποτελούν «μερίδα» στην Εκκλησία, όπως αναφέρει ο σχολιαστής του 2ου τόμου (Ε.Π.Ε. – Έργα Μ. Βασιλείου), αλλά είναι η Εκκλησία!
Στη σύνοδο της Κων/λεως το 1824, επί Πατριάρχου Γρηγορίου, κατά του Λατινόφρονος Βέκκου, στη διακήρυξή της διαβάζουμε: «Αλλά μένετε, οι γνήσιοι του Θεού, αποστρεφόμενοι και βδελυττόμενοι τα τε άλλα της αλήθειας πολέμια δόγματα, και αυτά του Βέκκου γεννήματα». Το νόημα – έννοια της αληθινής Εκκλησίας εμπεριέχεται στη διατύπωση «γνήσιοι του Θεού» κατ’ αναλογία της διατυπώσεως «λαός του Κυρίου» του Μ. Βασιλείου στην επιστολή του (229).
Για τον Μ. Βασίλειο η ορθή πίστη του επισκόπου Ποιμένιου μεταφράσθηκε σε ζωή, που γέννησε το Ορθόδοξο εκκλησιολογικό ήθος. Γι’ αυτό και τον αποκαλεί «θεοφιλέστατο αδελφό», «συλλειτουργό» και ότι «κατά Θεόν κινήθηκε».
Άξιο απορίας, γιατί οι μεταφραστές του Πατερικού κειμένου, της επιστολής (229), άφησαν αμετάφραστη την λέξη «εικάσατε»; «Εικάσατε», δηλ. «θεωρήσατε» ή «υποθέσατε», είναι η νεοελληνική μετάφραση, που θα μετέδιδε τη συνολική, Ορθόδοξη, διαχρονική συνείδηση του Ορθόδοξου πληρώματος της Νικοπόλεως υπό τον επίσκοπον Ποιμένιον, ότι αποτελούν την αληθινή Εκκλησία.
Η λέξη ή μάλλον η φράση «όθεν και αυτοί καλώς εικάσατε τον θεοφιλέστατον...», αποδίδει τη συνείδηση του Μ. Βασιλείου ότι δηλ. η μοναδικότητα της Καθολικής Εκκλησίας ταυτίζεται με την μοναδικότητα της ακαινοτομήτου Αποστολικής πίστεως και Παραδόσεως.
Στις επιστολές του Μ. Βασιλείου εντοπίζουμε ένα κοινό θεολογικό – ιδεολογικό στίγμα. Θεωρεί δηλ. ως πραγματική Εκκλησία, ως πραγματικά μέλη της Εκκλησίας, όσους έχουν την ορθή ακαινοτόμητη πίστη. Ο όρος «συλλειτουργός» συνεπάγεται συγκεκριμένη ορθή πίστη, προσήλωση στην αλήθεια, μεγιστοποίηση του Ορθοδόξου βιώματος. Μόνο οι ιερείς – λειτουργοί, που λειτουργούν με την αληθινή πίστη ελκύουν την χάρι του Αγίου Πνεύματος, είναι δηλ. όντως συλλειτουργοί.
«Εγγύς Κύριος πάσι τοις επικαλουμένοις αυτόν, πάσι της επικαλουμένοις αυτόν εν αληθεία» (Ψαλμ. 144,8), μας πληροφορεί το ίδιο το Άγιο Πνεύμα.
Ερωτήματα: Στα «συλλείτουργα» Οικουμενιστών με Ορθοδόξους κληρικούς, οι οποίοι συνυπάρχουν με την αίρεση και διακηρύσσουν ότι αγωνίζονται εντός της Εκκλησίας, υπάρχει επίκληση του Θεού εν αληθεία; Είναι εγγύς ο Κύριος; Ο όρος «συλλειτουργός» του Μ. Βασιλείου για τον επίσκοπο Ποιμένιο, αβίαστα σημαίνει: ίδιος ρυθμός εκκλησιαστικής ζωής – κοινωνίας, ίδιο εκκλησιολογικό και δογματικό βάθος, ίδια θεολογία, αλήθεια και ζωή, ίδια ορθόδοξη πίστη.
Σε άλλη επιστολή του (228) ο Ι. Πατήρ (προς αξιωματούχους της Κολωνίας), εξηγεί και δικαιολογεί την μετάθεση του Ευφρονίου, του επισκόπου τους, στην Νικόπολη, που έγινε με πρωτοβουλία του Ποιμένιου. Γράφει σχετικά:
«Λαμβάνοντες λοιπόν υπ’ όψιν τας δυσκολίας των καιρών και κατανοούντες με σώφρονα κρίσιν την ανάγκην της διευθετήσεως των πραγμάτων, συγχωρήσατε τους επισκόπους που εφήρμοσαν τον τρόπον προς αποκατάστασιν των Εκκλησιών του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Με τα σημερινά «κανονικά» οικουμενιστικά κριτήρια οι ενέργειες του Μ. Βασιλείου, Ποιμένιου και Ευφρόνιου είναι «σχισματικές», «εκτός Εκκλησίας».
Οι πράξεις τους όμως έχουν κανονικό νόημα στον πνευματικό χώρο της διαχρονικής Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Η «επίσημη» εκκλησία των Αρειανών δεν ήταν Εκκλησία. Το πνευματικό βλέμμα του Μ. Βασιλείου, σταθερά και ενεργητικά στραμμένο στην Εκκλησία έβλεπε, σε Ορθόδοξη ανάλυση, μια «κανονική» επίθεση κατά της Ορθοδοξίας από τον Αρειανισμό και μια αποδοχή της αιρέσεως από πολλούς «ορθοδόξους».
Σήμερα, η αίρεση του οικουμενισμού κινείται στους δύο αυτούς άξονες, με κύριο χαρακτηριστικό την καθολική επίθεση σ’ ολόκληρη την αλήθεια της Εκκλησίας και, δεύτερον, την καθολική (σχεδόν) αποδοχή – ανοχή της αιρέσεως από τους επισκόπους, κληρικούς, μοναχούς, θεολόγους και λαϊκούς, πλην εξαιρέσεων.
Στην επιστολή (229) ο Ι. Πατήρ παρατηρεί:
«Όπου δε την πρωτοβουλίαν αναλαμβάνουν άνθρωποι πνευματικοί, τους ακολουθεί δε ο λαός του Κυρίου με σύμφωνον γνώμην, ποιος αμφιβάλλει ότι τα σχέδια έγιναν με την κοινωνίαν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ο οποίος έχυσε το αίμα του υπέρ των Εκκλησιών;».
Στην ίδια επιστολή γράφει: «Όταν δεν υπάρχει προ οφθαλμών κανένας ανθρώπινος υπολογισμός και οι όσιοι αναλαμβάνουν τας ενεργείας όχι με σκοπόν την ιδική των απόλαυσιν, αλλά με πρόθεσιν να πράξουν ό,τι είναι ευάρεστον εις τον Θεόν, είναι φανερόν ότι εκείνος που κατευθύνει τας καρδίας των είναι ο Κύριος».
Ερωτήματα: Η «σύνοδος» της Κρήτης, η ανακοίνωση της Ι. Κοινότητας του Αγίου Όρους και η ανακοίνωση – θέση της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, για την «σύνοδο» του Κολυμβαρίου, εκπληρώνουν τις προϋποθέσεις, που οριοθετεί ο Μ. Βασίλειος;
Στον πυρήνα τους δεν υπήρξε ανθρώπινος υπολογισμός; Η διάθεσή τους εμπεριέχει μόνη την πρόθεση να πράξουν μόνο το ευάρεστον εις τον Θεόν;
Απαντά ο ίδιος ο Μ. Βασίλειος:
«Εις ημάς δε οδήγησεν εις έσχατον κίνδυνον τας Εκκλησίας πλην του φανερού πολέμου των αιρετικών και ο κινηθείς από τους νομιζομένους ως ομοδόξους» (Μ. Βασίλειος – Επιστολή 92).
ΝΙΚΟΣ Ε. ΣΑΚΑΛΑΚΗΣ
ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΣ