Δευτέρα, 9 Οκτωβρίου 2017

Ι.Μ. Πειραιώς, Το «πρόβλημα του σεξ» και η ευλογία του γάμου

20.jpg
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ
Εν Πειραιεί τη 9η Οκτωβρίου  2017
    Αποτελεί πλέον κοινή διαπίστωση ότι η εποχή μας είναι εποχή έσχατης ηθικής αποστασίας, η οποία, αξιολογούμενη μέσα από τα προφητικά κείμενα της Εκκλησίας μας, μπορεί να χαρακτηρισθεί ως η εποχή της αποστασίας των εσχάτων καιρών. Έχει όλα εκείνα τα στοιχεία, που αναφέρει ο βιβλικός και πατερικός λόγος, για να θεωρηθεί ως η τραγική εποχή της έσχατης καταπτώσεως όλων των αξιών, οι οποίες στήριξαν το ανθρώπινο γένος και το διαφοροποίησαν από το αγελαίο ζωικό βασίλειο, όπου δεν υπάρχει ηθική, αλλά κυριαρχούν τυφλά ένστικτα, απλά και μόνο για τη διαιώνιση των ζωικών ειδών.
  Μια από τις κύριες εκφάνσεις της σύγχρονης ηθικής αποστασίας είναι η πλήρης απελευθέρωση των γενετησίων ορμών από κάθε ηθικό φραγμό και η ακόρεστη δίψα για ηδονή. Είναι αυτό που πολλοί ονόμασαν «σεξουαλική απελευθέρωση» από κάθε ηθική δεοντολογία, από κάθε σεβασμό προς τον «άλλο», ο οποίος ανήχθη σε σεξουαλικό αντικείμενο. Η σάρκα έγινε αντικείμενο λατρείας και η ηδονή το ύψιστο ζητούμενο. Από τη νηπιακή ηλικία μέχρι τη γεροντική, η αναζήτηση της ηδονής κατέστη το νόημα της ζωής. Δυστυχώς η επικούρεια φιλοσοφία και οι φροϋδικές θεωρίες κυριάρχησαν στην ανθρωπότητα στις τραγικές μέρες μας και ανήγαγαν τον ενστικτώδη ερωτισμό με όλες τις παρεκτροπές του, σε ύψιστο «ιδανικό» και τρόπο ζωής του σύγχρονου ανθρώπου! Η αγνότητα, η αιδώς, η τιμιότητα, η συζυγική πίστη, η σεμνότητα, η εγκράτεια, έχουν τεθεί στο περιθώριο και χαρακτηρίζονται ως «αναχρονιστικά κατάλοιπα» του παρελθόντος.
  Κοιτίδα βεβαίως όλων αυτών των δαιμονικών διεκδικήσεων ο απόλυτα παρηκμασμένος δυτικός κόσμος, ο οποίος κατά τις τελευταίες δεκαετίες, μέσω των εκάστοτε κυβερνήσεων των χωρών της δυτικής Ευρώπης και της Αμερικής, έδωσε νομική εγκυρότητα σε κάθε είδους σεξουαλική απόκλιση. Καθιερώνει το «γάμο» των ομοφυλοφίλων και δίνει την δυνατότητα «αλλαγής φύλου» με μια απλή δήλωση, χωρίς καμιά επιστημονική τεκμηρίωση. Έτσι σήμερα φθάσαμε στο έσχατο κατάντημα να θεωρείται πλέον ο γάμος των ομοφυλοφίλων, με τις «ευλογίες» της πολιτείας ως «φυσιολογικός γάμος», απόλυτα ισότιμος με τον θεόσδοτο γάμο άρρενος και θήλεος, στις χώρες της παπικής και προτεσταντικής έκπτωσης. Παράλληλα γίνεται μια γιγαντιαία προσπάθεια, σε παγκόσμιο επίπεδο, να θεωρηθούν οι ακραίες μορφές σεξουαλικών διαστροφών, όπως η αιμομιξία, η παιδεραστία, η κτηνοβασία, η νεκροφιλία, κ.α. ως ανεκτές «σεξουαλικές επιλογές» και ακόμη χειρότερο: ισότιμες με την φυσική ένωση του ανδρογύνου με πλήρη νομική κάλυψη. Υπάρχουν βεβαίως ακόμη αντιστάσεις σ’ αυτόν τον ηθικό κατήφορο. Αλλά αυτές καταγγέλλονται ως «οπισθοδρομικότητα», την οποία αποδίδουν στη θρησκεία και κυρίως στον Χριστιανισμό.
Αφορμή για το παρόν σχόλιό μας πήραμε από πρόσφατο δημοσίευμα στην εφημερίδα «The Athens Review» (1-9-2017), με τίτλο «Το πρόβλημά μας με το σεξ είναι τελικά μια υπόθεση του Χριστιανισμού;». Πρόκειται για αναδημοσίευση με μετάφραση του κ. Ι. Πολέμη από την εφημερίδα «The New York Review of Books», με συντάκτρια την  Άνετ Γκόρντον –ΡιντΣ’ αυτό αναλύει το βιβλίο του αμερικανού συγγραφέα G.R.Stone«Σεξ και Σύνταγμα: Σεξ, Θρησκεία και Νόμος από την πρώτη περίοδο της αμερικανικής ιστορίας μέχρι τις μέρες μας». Κάνει εκτενή λόγο για το «πρόβλημα του σεξ», στην αμερικανική κοινωνία, όπως ορίζονται οι ατομικές ελευθερίες στο Αμερικανικό Σύνταγμα και όπως υφίσταται σήμερα.
  Διαβάσαμε με προσοχή το δημοσίευμα και προσπαθήσαμε να αναζητήσουμε το λόγο που ώθησε την συντάκτρια να το γράψει. Νομίζουμε ότι από τον τίτλο κιόλας του άρθρου διαφαίνεται ο στόχος της. Η φράση: «Το πρόβλημά μας με το σεξ» προδίδει και τις προθέσεις της. Για τη συντάκτρια, στη σύγχρονη τραγική πραγματικότητα, το σεξ έγινε όντως πρόβλημα, του οποίου τις αιτίες έχει ερευνήσει και επισημάνει ο G.R.Stone στο ως άνω βιβλίο του. Κατά τον Stone και τη συντάκτρια το πρόβλημα οφείλεται στον χριστιανισμό, ο οποίος με την ηθική νομοθεσία και τους ηθικούς φραγμούς του, κατόρθωσε επί σειρά αιώνων να επιδράσει βαθιά στην αμερικανική κοινωνία, και να επηρεάσει καθοριστικά την κρατική νομοθεσία του αμερικανικού έθνους. Κατ’ αρχήν ο Stone «κάνοντας μια σύντομη ανασκόπιση των αντιλήψεων για το σεξ στον αρχαίο κόσμο, κατηγορεί τους πρώτους χριστιανούς για το ότι αφαίρεσαν από το σεξ κάθε έννοια ηδονής. Στην προχριστιανική περίοδο το σεξ θεωρούνταν μια φυσική και απόλυτα θετική πλευρά της εμπειρίας του ανθρώπου, χωρίς να συνδέεται κατά κύριο λόγο με θέματα αμαρτίας, αιδούς η θρησκείας». Ισχυρίζεται ακόμη ότι, σε αντίθεση με τον Χριστιανισμό, ο Ιουδαϊσμός ήταν πολύ πιο ανεκτικός στο σεξ. Κύριος υπεύθυνος επομένως για το «πρόβλημα του σεξ» θεωρείται ο Χριστιανισμός και ιδιαίτερα ο Απόστολος Παύλος «ο οποίος έφερε στον Χριστιανισμό αντιλήψεις για τη γυναίκα και το σεξ παρμένες από τον Ιουδαϊσμό, που ο ίδιος είχε εγκαταλείψει». Στη συνέχεια αναφέρεται στον Ιερό Αυγουστίνοστον οποίο «κάθε σεξουαλική πράξη προέρχεται από το διάβολο και κάθε παιδί που γεννιέται από το σεξ γεννιέται μέσα στην αμαρτία. Μέσω του σεξ η αμαρτία περνά έτσι από τη μία ανθρώπινη γενιά στην άλλη». Τέλος καταλογίζει στον Θωμά Ακινάτη, ο οποίος ανέπτυξε τις θεωρίες του Αυγουστίνου, ότι συνέβαλλε στην «δαιμονοποίηση του σεξ» και ιδιαίτερα των σεξουαλικών διαστροφών και ο οποίος διαμόρφωσε τις μετέπειτα αντιλήψεις για το σεξ στο δυτικό κόσμο.
  Κατ’ αρχήν τόσο ο συγγραφέας G. Stone όσο και η συντάκτρια του άρθρου, όταν ομιλούν για τη διδασκαλία του Χριστιανισμού, γύρω από το σεξ, έχουν υπ’ όψιν τους αιρετικές θέσεις και αντιλήψεις παρμένες από τον παραφθαρμένο και παραχαραγμένο Χριστιανισμό του  Παπισμού και του Προτεσταντισμού. Η αιτία της σύγχρονης πνευματικής και ηθικής κατάπτωσης του δυτικού κόσμου είναι οι παπικές και προτεσταντικές κακοδοξίες οι οποίες, (μοιραία), επεκτείνονται από το επίπεδο του δόγματος στο επίπεδο του ήθους και των γενετησίων σχέσεων. Και τούτο διότι δόγμα και ήθος είναι τόσο άρρηκτα συνδεδεμένα μεταξύ τους ώστε παραχάραξη του πρώτου να επιφέρει αναπόφευκτα παραχάραξη και του δευτέρου. Είναι αλήθεια ότι οι θεωρίες του Ιερού Αυγουστίνου, στις οποίες όντως στηρίχτηκε ο μεσαιωνικός σχολαστικισμός, αποτέλεσαν την απαρχή για τη διαμόρφωση των πνευματικών, κοινωνικών και πολιτικών ιδεών και αντιλήψεων του δυτικού κόσμου. Δυστυχώς όμως οι δοξασίες του Αυγουστίνου περιείχαν λάθη και μάλιστα σοβαρά, τα οποία έγιναν χειρότερα από την «ανάπτυξη» των αρχών του από τους σχολαστικούς παπικούς θεολόγους. Η γερμανίδα ρωμαιοκαθολική θεολόγος Uta Ranke Heinemman αναφέρει σχετικά, ότι «το άτομο που συνέβαλε στην έχθρα του Χριστιανισμού για τις  σεξουαλικές σχέσεις και τη σεξουαλική ικανοποίηση, και μάλιστα δημιουργώντας ένα συγκροτημένο θεολογικό σύστημα, ήταν ο μέγιστος των πατέρων της εκκλησίας, ο άγιος Αυγουστίνος… Ο Αυγουστίνος υπήρξε ο πατέρας μιας δεκαπέντε ολοκλήρων αιώνων αγωνίας για το βαθύτερο νόημα της σεξουαλικής πράξεως και της διαρκούς εχθρότητας προς αυτήν». Ειδικά στο «πρόβλημα του σεξ» ο Αυγουστίνος έφερε μαζί του τις πνευματικές καταβολές του από τον Μανιχαϊσμό, στον οποίο είχε θητεύσει νέος, όπου κυριαρχούσε ο δυισμός. Το σεξ προέρχονταν από τον «κακό Θεό» και άρα ήταν κακό! Αυτή τη λαθεμένη αντίληψη τη συναντούμε μέχρι σήμερα, τόσο στον παπικό «κλήρο», ο οποίος πρέπει να είναι άγαμος και στον προτεσταντικό ευσεβισμό, όπου η ένωση των δύο φύλων είναι ανεκτή υπό όρους και μόνο για την τεκνοποίηση. Ο καθηγητής G. Gabriel διευκρινίζει ότι: «Για τον Αυγουστίνο τότε, και για την Παποσύνη σήμερα, το σεξουαλικό ένστικτο είναι μέρος μίας πονηρής επιθυμίας, και η σεξουαλική ευχαρίστηση είναι κατακριτέα. Στην Λατινική ηθική θεολογία, η συζυγική μίξη, άρα, είναι αποδεκτή μόνο όταν συνοδεύεται από την επαινετή πρόθεση της τεκνογονίας. Πράγματι, ο ίδιος ο γάμος καθ’ εαυτόν υπάρχει και ορίζεται από την τεκνογονία» (https://philalethe00.wordpress.com). Αυτές οι αντιλήψεις όπως ήταν επόμενο βρήκαν σε πλήρη αντίθεση τον άνθρωπο του «Διαφωτισμού» και τον σύγχρονο άνθρωπο του «μεταμοντερνισμού». Δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε γιατί ο «Διαφωτισμός» έφτασε σήμερα, όχι μόνον να «αποκαταστήσει» τη γενετήσια λειτουργία, αλλά να φτάσει και στον πανσεξουαλισμό. Και μπορούμε να πούμε ότι από αυτή την άποψη έχουν δίκιο ο συγγραφέας και η συντάκτρια του άρθρου.
  Η Ορθόδοξη Πίστη μας είναι εντελώς αντίθετη με όλες αυτές τις θεωρίες. Βεβαίως ο συγγραφέας και η συντάκτρια προφανώς αγνοούν την ορθόδοξη διδασκαλία και γι’ αυτό και δεν την επικαλούνται. Εδώ τα πράγματα είναι ξεκαθαρισμένα. Η γενετήσια σχέση και ο έρωτας ουδέποτε υπήρξε «πρόβλημα» στην Ορθόδοξη Ανατολή. Όπως και άλλοτε έχουμε τονίσει,  ο έρωτας, η αγαπητική ορμή του ανθρώπου προς το άλλο φύλο δεν αποτελεί δαιμονικό στοιχείο, που πρέπει να καταπολεμηθεί και να νεκρωθεί. Μια τέτοια αντίληψη δεν αποτελεί διδασκαλία της Εκκλησίας μας. Όπως εύστοχα παρατηρεί ο καθηγητής κ. Γ. Μαντζαρίδης, (Χριστιανική Ηθική, σελ.322-330), ο έρωτας, σύμφωνα με την διδασκαλία της Εκκλησίας, είναι η ενοποιός εκείνη δύναμη, που συντελεί στην ανασύνδεση της διασπασμένης ανθρωπίνης φύσεως και στην επαναφορά της σε κοινωνία με τον Θεό.  Κατά τον άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη: «τον έρωτα, είτε θείον, είτε αγγελικόν, είτε νοερόν, είτε ψυχικόν, είτε φυσικόν είποιμεν, ενωτικήν τινα και συγκρατικήν εννοήσωμεν δύναμιν…», (Περί θείων ονομάτων 4,15,PG 3,713 Α). Ο έρωτας κινείται σε δύο κατευθύνσεις, την κατακόρυφη και την οριζόντια και εκφράζεται, είτε ως θείος έρωτας, είτε ως φυσική έλξη και ένωση ανδρός και γυναικός μέσα στα πλαίσια του γάμου. Και στις δύο περιπτώσεις ο έρωτας οδηγεί σε προσωπική ανάκραση με το αγαπώμενο πρόσωπο, σε υπέρβαση του εγώ και κοινωνία με το εσύ. Ο θείος έρωτας, αποτελεί ουσιαστικό στοιχείο στη ζωή της Εκκλησίας, διότι στην αντίθετη περίπτωση, θα είχε καταλυθεί η ίδια η Εκκλησία, αφού από τη φύση της είναι «ερωτική» και ο σκοπός της υπάρξεώς της είναι η αγαπητική ένωση του ανθρώπου με τον Θεό. Δεν είναι τυχαίο ότι κατά την ιερότερη και κατανυκτικότερη εορτολογική περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής η κεφαλή Της, ο Χριστός, λατρεύεται ως Νυμφίος, ως μανικά ερωτευμένος Γαμπρός, με την ψυχή του κάθε ανθρώπου: «Ο έχων την νύμφην νυμφίος εστίν· ο δε φίλος του νυμφίου, ο εστηκώς και ακούων αυτού, χαρά χαίρει δια την φωνήν του νυμφίου», (Ιω.3,29) σημειώνει ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος.
 Στο ανθρώπινο επίπεδο η φυσική ένωση ανδρός και γυναικός αποτελεί «μέγα μυστήριο», το μυστήριο του γάμου, που ανάγεται στο μυστήριο της ενώσεως του Χριστού με την Εκκλησία, (βλ.Εφ.5,32). Η αντίληψη ότι μοναδικός σκοπός της συζυγικής σεξουαλικότητας είναι η τεκνογονία και η σωφροσύνη και όχι η ηδονική κοινωνία, ο έρωτας, δεν αποτελεί διδασκαλία της Εκκλησίας μας. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος σημειώνει, ότι ο γάμος δόθηκε στον άνθρωπο και για την παιδοποιΐα, «πολλώ δε πλέον υπέρ του σβέσαι την της φύσεως πύρωσιν», (Περί παρθενίας,19, PG 48,547). Για να στηρίξει την θέση του αυτή επικαλείται τον απόστολο Παύλο: «Και μάρτυς μου ο Παύλος λέγων ‘διά δε τας πορνείας έκαστος την εαυτού γυναίκα εχέτω. Ου δια τας παιδοποιΐας. Και πάλιν επί το αυτό συνέρχεσθαι κελεύει, ουχ ίνα πατέρες γένονται παίδων πολλών, αλλά τι; ‘Ίνα μη πειράζει υμάς ο σατανάς’», (Περί παρθενίας,19, PG 48,547). Βέβαια είναι γεγονός ότι μέσα στον χώρο της Εκκλησίας εμφανίστηκαν εκρατητικές τάσεις και ακραίες θέσεις, όμως αυτές δεν αποτέλεσαν διδασκαλία της Εκκλησίας μας.
Πέραν αυτών ο γάμος δεν δόθηκε μόνον για την παιδοποιΐα και την κατάσβεση της πυρώσεως, αλλά και για την εν Χριστώ τελείωση των συζύγων. Για την ανύψωσή των από το κατά φύσιν στο υπέρ φύσιν, που είναι ο κοινός στόχος όλων, και των εγγάμων και των αγάμων. Οι σύζυγοι οφείλουν να προχωρούν διαρκώς από τα σωματικά προς τα πνευματικά και να προκόπτουν στην αρετή, μέχρις ότου γευθούν το θείον έρωτα με τον επουράνιο νυμφίο Χριστό, ο οποίος είναι ασυγκρίτως ανώτερος από τον σαρκικό. Οπότε αν γευθούν τον θείον έρωτα, εύκολα μετά θα καταφρονήσουν και τον επίγειο, ο οποίος εξ’ άλλου με την πάροδο του χρόνου σιγά - σιγά μαραίνεται και σβήνει.
Ενώ όμως το μυστήριο του γάμου αποτελεί «μέγα μυστήριο», δεν συμβαίνει το ίδιο με την πορνεία και την μοιχεία. Η πορνεία ως εκούσια σωματική ένωση ανδρός και γυναικός, χωρίς την προϋπόθεση του μυστηρίου του γάμου, μεταβάλλει τις πιο προσωπικές σχέσεις των δύο φύλων σε απλό μέσο αισθησιακής απολαύσεως, ενώ στη μοιχεία έχουμε επί πλέον καταπάτηση και βεβήλωση του ιερού μυστηρίου του γάμου, (βλ. Ιω. Χρυσοστόμου, Ομιλία εις την Α  Κορινθίους, 19,3 PG 61,154-5). Και στις δύο περιπτώσεις προσβάλλεται η αγαπητική δύναμη του ανθρώπου και διαστρέφεται σε παρά φύσιν ενέργεια. Παράλληλα η Εκκλησία ενώ τονίζει ότι το μυστήριο του γάμου αποτελεί «μέγα μυστήριο», δεν παύει να επισημαίνει και την υπεροχή της παρθενίας απέναντι στο γάμο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι μειώνει την αξία του γάμου. Η αναγνώριση της αξίας του γάμου εξαίρει την υπεροχή της παρθενίας, ενώ αντίθετα η περιφρόνηση του γάμου προσβάλλει και το μεγαλείο της παρθενίας. Σχετικά με το θέμα αυτό παρατηρεί ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος: «Ουδέ γαρ αν ην τι μέγα η παρθενία, μη καλού καλλίων τυγχάνουσα», (Λόγος 37,10, PG36,293BC). Επίσης ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος τονίζει: «Καλόν ο γάμος και δια τούτο η παρθενία θαυμαστόν, ότι καλού κρείττον εστίν», (Περί παρθενίας,10, PG 48,540).  
  Αναφέρει η αρθρογράφος, ότι δεν είναι σωστό να υποστηρίζουμε ότι οι προχριστιανικές κοινωνίες κατέρρευσαν λόγω της ανηθικότητας και της σεξουαλικής ασυδοσίας. Κάνει σοβαρό λάθος. Κοινωνίες χωρίς ιδανικά και ηθικά στηρίγματα είναι καταδικασμένεςΔεν ήταν δυνατόν η διεφθαρμένη ρωμαϊκή κοινωνία των πρωτοχριστιανικών χρόνων να μην καταρρεύσει, διότι απουσίαζαν από αυτή οι ηθικές αρχές. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο τότε παρακμασμένος κόσμος αγκάλιασε τον Χριστιανισμό και σώθηκε. Δεν είναι άνευ νοήματος και αλήθειας τα λόγια του μεγάλου Γάλλου φιλοσόφου και στοχαστή Σατωβριάνδου, πως «αν ο Χριστός ερχόταν λίγα χρόνια αργότερα, θα έβρισκε το πτώμα της ανθρωπότητας»!
   Όσον αφορά την παραφθαρμένη γενετήσια σχέση του αρχαίου κόσμου, αυτή βρήκε τη σωστή της θέση και λειτουργία μέσα στο χώρο της Εκκλησίας. Η γυναίκα έπαψε να είναι σκεύος ηδονής και έγινε ισότιμο μέλος της νέας εν Χριστώ κοινωνίας. Τη σχέση των χριστιανών συζύγων δεν την κανόνιζε η ηδονή, όπως στους εκτός της Εκκλησίας, αλλά η αγάπη, η οποία δεν αφήνει περιθώρια για γενετήσια σχέση εκτός του γάμου. Η χριστιανική οικογένεια κατέστη η «κατ’ οίκον Εκκλησία», το πρωτογενές κύτταρο της εκκλησιαστικής ζωής, όπου τελεσιουργούνταν το μυστήριο της ζωής και της σωτηρίας, τα δε σώματα των συζύγων καθίστανται «ναοί του Αγίου Πνεύματος» (Α΄Κορ.6,12-20) και ως εκ τούτου απαιτείται απόλυτος σεβασμός εκατέρωθεν. Η ηδονή μέσα στο γάμο, όχι μόνο δεν είναι βδελυρή και αμαρτωλή, αλλά ευλογημένο συναίσθημα, το οποίο ενώνει έτι περισσότερο το ανδρόγυνο. Ο ευλογημένος από τον Θεό γάμος είναι κατά τον Ιερό Χρυσόστομο: «ομού και ηδονή και ασφάλεια και άνεσις και τιμή και κόσμος και συνειδός αγαθόν» (Εις το ρητόν «Δια δε τας πορνείας», 5, ΕΠΕ 27, 120). Αυτό μαρτυρούν και οι περίφημες ευχές στο Ιερό Μυστήριο του Γάμου, οι οποίες ομιλούν για «ευφροσύνη» των νεονύμφων. Η ηδονή της γενετήσιας ένωσης δεν εξαιρείται από αυτή την ευφροσύνη. Ωστόσο η Εκκλησία μας έθεσε και το «αντίβαρο» στην ασυδοσία της γενετήσιας σχέσης, το οποίο είναι η εγκράτεια, η οποία συνδέθηκε με τη νηστεία. Ο απόστολος Παύλος συμβουλεύει: «μη αποστερείτε αλλήλους, ει μη τι αν εκ συμφώνου προς καιρόν, ίνα σχολάζητε τη νηστεία και τη προσευχή και πάλιν επί το αυτό συνέρχησθε, ίνα μη πειράζη υμάς ο σατανάς δια την ακρασίαν υμών», (Α΄ Κορ.7,5). Δηλαδή μη αποστερείτε δε ο ένας τον άλλον, εκτός εάν αυτό το κάνετε κατόπιν κοινής συμφωνίας και για ορισμένο χρονικό διάστημα, δια να επιδίδεστε απερίσπαστοι, με μεγαλύτερη προθυμία και αφοσίωση, στη νηστεία και στην προσευχή. Και πάλιν να επανέρχεσθε στις συζυγικές σας σχέσεις, για να μη δίδετε αφορμή και ευκαιρία, λόγω της ακράτειάς σας, να σας πειράζει ο σατανάς. Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός θεωρεί «φάρμακον την συνουσίαν, ίνα μη πειράση υμάς ο Σατανάς» (PG 96, 257). Αυτή είναι η υγιής ερωτική ζωή! Δεν είναι τυχαίο πως η Εκκλησία μας όρισε να διαβάζεται κατά τη Μ. Τεσσαρακοστή το γνωστό «ερωτικό» βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης «Άσμα Ασμάτων», ένας υπέροχος ερωτικός ύμνος, ο οποίος βεβαίως υποδηλώνει τον θείο έρωτα.
   Βεβαίως η ευλογημένη ένωση του ανδρογύνου συνεχίζει, να διαστρέφεται δυστυχώς με ιλιγγιώδεις ρυθμούς στην εποχή μας. Να γίνεται πορνεία, μοιχεία, σεξουαλικές διαστροφές. Και η μεγάλη τραγωδία του σύγχρονου ανθρώπου είναι ότι τώρα πλέον δεν τις θεωρεί ως παρεκτροπές, αλλά ως «πρόοδο», ως «δικαίωμα», ως «σεξουαλική επιλογή»! Ιδού το αίτιο, που στις μέρες μας η θεόσδοτη γενετήσια σχέση έγινε πρόβλημα και μάλιστα τόσο σοβαρό, ώστε να τείνει να ξεθεμελιώσει την σύγχρονη κοινωνία, να οδηγήσει τον άνθρωπο σε κτηνώδεις συμπεριφορές και να τον γεμίσει με σοβαρά και ανίατα ψυχοπαθολογικά τραύματα και συμπλέγματα. Μάρτυς η καθημερινή ειδησεογραφία, με τα αμέτρητα διαζύγια, τις εκτρώσεις, τα ερωτικά εγκλήματα, τα ατομικά και κοινωνικά δράματα, τα οποία δημιουργούν οι εκτός του ευλογημένου μυστηρίου του γάμου σεξουαλικές σχέσεις!  
  Περαίνοντας, θα θέλαμε να τονίσουμε για πολλοστή φορά ότι η Ορθόδοξη Πίστη μας δεν είναι μια φιλοσοφική κοσμοθεωρία, ή ένα θεωρητικό σύστημα «θρησκευτικών εντολών», αλλά πορεία προς τη  θέωση. Οι ηθικοί φραγμοί του ευαγγελίου δεν αποσκοπούν να  περιορίσουν την ελευθερία μας, αλλά να μας απελευθερώσουν από τα δεσμά των παθών και να μας καταστήσουν θείας φύσεως κοινωνούς. Η εκκλησιαστική ζωή οφείλει να διαποτίζει ολόκληρη τη ζωή μας, έτσι ώστε τίποτε να μη μένει εκτός αυτής, αλλά τα πάντα να εντάσσονται στο έργο της σωτηρίας μας και στη δοξολογία του Θεού. «Είτε εθίετε, είτε πίνετε, ει τι ποείτε, πάντα εις δόξαν Θεού ποιείτε» (Α΄Κορ.10,31) τονίζει ο Απόστολος. Επομένως και η θεόσδοτη γενετήσια λειτουργία οφείλει και αυτή να είναι εντεταγμένη στο σχέδιο της σωτηρίας μας.
 Ο πιστός λαός του Θεού καλείται σήμερα στην εποχή της ηθικής αποστασίας στην οποία ζούμε, να γίνει το «άλας της γης», που θα προφυλάξει την κοινωνία μας από την ηθική σήψη και αποσύνθεση. Καλείται να ζήσει τη γνήσια χριστιανική ζωή. Να αρνηθεί την σεξουαλικοποίηση της θεόσδοτης γενετήσιας λειτουργίας. Να γίνει φωτεινό ορόσημο στο σύγχρονο ηθικό και πνευματικό σκότος. Και τέλος να δείξει και να αποδείξει στη σύγχρονη αποχριστιανισμένη και αποπροσανατολισμένη κοινωνία, ότι το «πρόβλημα του σεξ» δεν είναι πρόβλημα του Χριστιανισμού, αλλά σοβαρό νόσημα δικό της!
         Εκ του Γραφείου επί των Αιρέσεων και των Παραθρησκειών