Παρασκευή, 10 Νοεμβρίου 2017

Νεκτάριος Δαπέργολας, «Ενός δε έστι χρεία»…

ΕΞΟΔΟΣ ΤΟΥΝΕΛ.jpg
(Η ασθένεια, οι αντιδράσεις και ο μονόδρομος της θεραπείας)
του Νεκτάριου Δαπέργολα
Τραγικές στιγμές περνά η πατρίδα μας και αυτή είναι μία κυρίαρχη διαπίστωση σε όλους ανεξαιρέτως τους τομείς. Μια χώρα υπό πολιτική και πνευματική κατοχή, που καθημερινά βουλιάζει ολοένα και περισσότερο στον βούρκο της οικονομικής εξαθλίωσης, της κοινωνικής κατάρρευσης, της δημογραφικής αποσύνθεσης, της πολιτικής διαφθοράς, της πολιτιστικής ασυναρτησίας. Και κυρίως βέβαια στον βούρκο της βαθύτατης πνευματικής κρίσης, όπου πνίγεται στερημένη πια από τα βασικά δομικά στοιχεία της ταυτότητάς της, σε πλήρη αποστασία από τον Θεό, αποξενωμένη απ’ όλες τις αξίες της, ιστορικά αμνησιακή και πνευματικά ευνουχισμένη.
     Όλα αυτά είναι αναμφισβήτητα, όπως αναμφισβήτητη είναι και η αύξηση της αγωνίας σε μεγάλο μέρος του λαού μας. Και ειδικά βέβαια το τελευταίο χρονικό διάστημα, κατά το οποίο «η οδός η απάγουσα εις την απώλειαν» δείχνει να έχει γίνει ακόμη πιο απότομα κατηφορική, από τη στιγμή δηλαδή που μία δράκα αφιονισμένων εθνομηδενιστών κι εκκλησιομάχων με ψευτοπροοδευτικό ιδεασμό έχει βαλθεί να τινάξει στον αέρα και να αποτελειώσει με συνοπτικές διαδικασίες και τα τελευταία που έχουν απομείνει ακόμη όρθια μετά από μια μακρά περίοδο σταθερής αποδόμησης και αποσάθρωσης του τόπου από τις προγενέστερες (ούτως ή άλλως επίσης νεοταξίτικες) κυβερνήσεις. Από την - πασιφανώς χρήζουσα ψυχιατρικής μελέτης - άκρατη λαθρομεταναστολαγνεία και τις νομοθετικές θεσμοθετήσεις της ψευτο-ιθαγένειας, της αλλαγής φύλου και κάθε άλλης ανωμαλίας, που πραγματοποιήθηκαν ή βρίσκονται ακόμη επί θύραις, έως τα τελευταία (αλλά ασφαλώς όχι και στερνά) μέτρα για τη μετατροπή του δημόσιου σχολείου σε εκτροφείο νεοταξίτικης διαστροφής (με όσα ισχύουν πια σχετικά με τον εκκλησιασμό, τη σημαία, το μάθημα των Θρησκευτικών), η τεράστια αλυσίδα είναι γνωστή και δεν χρειάζεται να την αναλύσουμε περισσότερο. Όπως γνωστή είναι και η αλυσίδα από όλες εκείνες τις εξελίξεις που βαθαίνουν την οικονομική ύφεση, την ανεργία, τη φτώχεια, την υποτέλεια, το ξεπούλημα της χώρας στα αρπακτικά της διεθνούς πολιτικοοικονομικής μεγαλομαστρωπείας. Αν προσθέσουμε στα παραπάνω και τις συνεχόμενες ταπεινώσεις που γνωρίζουμε ως χώρα στην εξέλιξη των εθνικών μας θεμάτων, με πιο πρόσφατες τις διώξεις των Ελλήνων ομογενών από το αλβανικό καθεστώς και τη νέα επίδειξη προκλητικής συμπεριφοράς επικυριαρχίας στη Θράκη από τον αντιπρόεδρο του Ερντογάν (και ενώ επίκειται, όπως όλα δείχνουν, άλλη μία καταστροφική υποχώρηση στο θέμα των Σκοπίων), αντιλαμβανόμαστε πόσο ασφυκτικά βαραίνει το τοπίο και πόσο αυξάνουν η αγωνία, η οργή, η αγανάκτηση. Αυτό το διαπιστώνεις πράγματι καθημερινά, από τις καθημερινές σου συναναστροφές μέχρι την κλιμακούμενη αρθρογραφία και την εμφανώς διογκούμενη κατακραυγή στο διαδίκτυο και σε άλλα μέσα μαζικής επικοινωνίας.
     Και πολύ ορθώς φυσικά αυξάνουν. Μόνο που στη Θράκη δεν έγινε την προηγούμενη βδομάδα κάτι τόσο τρομακτικά καινοφανές, ώστε να πρέπει να εκπλαγούμε. Επειδή είναι πολλά χρόνια τώρα που μιλούμε και γράφουμε για το θέμα της τουρκικής απειλής, είμαστε σε θέση να διαβεβαιώσουμε ότι είναι ακριβώς η ίδια ιστορία που επαναλαμβάνεται εδώ και πολλά χρόνια, μέσα στο γνωστό πλέον κάδρο της νεο-οθωμανικής επεκτατικής πολιτικής συνεχούς διείσδυσης και συνεχούς επίδειξης ισχύος αφ’ ενός και της ημετέρας πολιτικής ανυπαρξίας αφ’ ετέρου. Ποιος ανακάλυψε δηλαδή τώρα ξαφνικά την Αμερική; Ή ποιος την ανακάλυψε τώρα, όσον αφορά τα έτερα εθνικά μας θέματα (Αλβανία, Σκόπια), όπου η επίσημη εξωτερική μας πολιτική εδώ και πολλές δεκαετίες δεν είναι απλώς φοβική και ενδοτική, αλλά αγγίζει σταθερά (και κατά καιρούς ξεπερνά κιόλας) τα όρια της εθνικής μειοδοσίας; Ή ποιος την ανακάλυψε στις άλλες εξελίξεις, όπου η μισελληνική παράνοια της ψυχωσικής συμμορίας που παριστάνει τη νυν ελληνική κυβέρνηση επιτάχυνε σαφώς μεν, αλλά ουδόλως ήταν εκείνη που γέννησε και επί το πλείστον προχώρησε το υλικό και πνευματικό ξεχαρβάλωμα της χώρας; Όλα αυτά είναι, επαναλαμβάνουμε, καταστάσεις που εξελίσσονται εδώ και πολλά χρόνια. Όσοι κοιμούνταν επί χρόνια τον μακάριο ύπνο τους και τώρα αρχίζουν σιγά-σιγά να ξυπνούν (επειδή προφανώς η ένταση των τωρινών γεγονότων τους αναγκάζει πια να βγάλουν το κεφάλι από την άμμο, όπου το είχαν βυθίσει ως στρουθοκάμηλοι) έχουν ξεκάθαρες ευθύνες για την έως σήμερα στάση τους. Για όλη την απάθεια, την ανοχή και συνεπώς και τη συνενοχή τους. Έστω κι έτσι όμως, η αφύπνιση όσων συνέρχονται έστω και την υστάτη ώρα και η προσέλευσή τους στον πραγματικό κόσμο (από την τεχνητή μακαριότητα του…Μάτριξ, μέσα στην οποία ζούσαν έως σήμερα) είναι αναμφίβολα ένα ευχάριστο γεγονός.
     Από εκεί και πέρα πάντως, ας μη γελιόμαστε. Όσο και αν είναι κατ’ αρχάς θετική αυτή η κλιμακούμενη λαϊκή κατακραυγή για τους νέους τερατώδεις νόμους που ψηφίζονται ή για τον συνεχή εκπαιδευτικό κατήφορο ή για τη Θράκη που κινδυνεύει, είναι φανερό πως υπάρχει ακόμη πολύς δρόμος μέσα μας που πρέπει να διανυθεί. Γιατί κάποια στιγμή οφείλουμε επιτέλους και να κατανοήσουμε ότι δεν είναι απλά εν κινδύνω η ηθική μας ή η δημόσια εκπαίδευση ή η Θράκη, αλλά συνολικά όλη η πατρίδα. Όπως ακριβώς δεν μπορείς να απομονώσεις τα άθλια σχολικά βιβλία των Θρησκευτικών και τα υπόλοιπα αποδομητικά σκουπίδια της νεοταξίτικης ατζέντας από την ευρύτερη απόπειρα νόθευσης της ορθόδοξης πίστης εξαιτίας της οικουμενιστικής παναίρεσης (γιατί ακριβώς ο Οικουμενισμός - ως κινητήρια δύναμη του γενικότερου νεοεποχίτικου θρησκευτικού συγκρητισμού και της προετοιμασίας της παγκόσμιας Πανθρησκείας - είναι η αιτία της νόσου, ενώ τα άλλα απλώς συμπτώματα, οπότε αν «εξεγείρεσαι» κατά των συμπτωμάτων, αλλά δεν λες κουβέντα για την αιτία, είσαι ή υποκριτής ή στην καλύτερη περίπτωση τραγικά ανίδεος, και εν πάση περιπτώσει η όποια αντίδρασή σου δεν μπορεί να καρποφορήσει), το ανάλογο ακριβώς ισχύει και σε όλα τα άλλα θέματα. Εδώ η αρρώστια που τρώει και σαπίζει επί δεκαετίες τις σάρκες μας και τις ψυχές μας είναι πολύ βαριά και πολύ προχωρημένη - και αποτελεί συνεπώς θλιβερή και τραγικά ανόητη ματαιοπονία να πιστεύει κανείς πως σποραδικές απόπειρες συμπτωματικής απλώς αντιμετώπισής της θα μπορούσαν να έχουν το οποιοδήποτε νόημα.
      Ξεκάθαρα τα πράγματα λοιπόν. Η λύση στο πρόβλημα δεν πρόκειται να έρθει ούτε με ευχολόγια, ούτε με διαδηλώσεις, ούτε με ομιλίες και άρθρα (και σε αυτά μπορείτε βεβαίως να συγκαταλέξετε και το κείμενο που διαβάζετε αυτή τη στιγμή), ούτε με κραυγές στο facebook ή άλλες σπασμωδικές (όσο και γραφικές) ανοησίες, ούτε με έτερες δήθεν «πιέσεις» βασισμένες σε ψευδαισθήσεις και σε χίμαιρες. Λες και υπάρχει δηλαδή η παραμικρή πιθανότητα να αλλάξουμε την πολιτική και τα μυαλά του αμαρτωλού συρφετού που διαφεντεύει εδώ και δεκαετίες τη χώρα. Και στο κάτω-κάτω ποιοι είμαστε άραγε εμείς για να τα αλλάξουμε; Μήπως οι…αναμάρτητοι; Αφού το πρόβλημα που τρώει τις σάρκες της πατρίδας είναι συνολικό (και είναι ασφαλώς 1000% πνευματικό, με όλες τις κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές παθογένειες να αποτελούν απλώς παρεπόμενες προεκτάσεις, δηλαδή - για να το πούμε ξεκάθαρα - τα οψώνια της αμαρτίας), μοιραία και η λύση, αν ποτέ έρθει, θα πρέπει να είναι και αυτή συνολική. Και να είναι φυσικά επίσης πνευματική. Αλλιώς, πολύ απλά, δεν θα είναι λύση. Και η λύση ασφαλώς είναι μία και λέγεται μετάνοια. Μετάνοια πραγματική και έμπρακτη (που θα συνοδεύεται δηλαδή και από αλλαγή του τρόπου ζωής μας). Μετάνοια, μήπως και επισύρουμε πάνω μας και πάνω στην πατρίδα μας το έλεος του Θεού. Πριν πάντως σκεφτούμε καν ότι μπορούμε να επηρεάσουμε ή να αλλάξουμε τα πράγματα έξω από εμάς, ας προσπαθήσουμε να αλλάξουμε πρώτα λίγο τους άθλιους εαυτούς μας. Αυτή είναι η απολύτως αναγκαία συνθήκη, η μείζων και βασική προϋπόθεση. Η πρωταρχική και κυρίαρχη ανάγκη.
      Από εκεί και πέρα, κανείς δεν μηδενίζει ασφαλώς τη σημασία και των άλλων δράσεων, που πρέπει ανθρωπίνως να πραγματοποιούνται για τα επιμέρους εθνικά, εκπαιδευτικά ή πολιτικά ζητήματα, για τα επιμέρους δηλαδή «συμπτώματα» της αρρώστιας. Σίγουρα πρέπει «κακείνα μη αφιέναι». Από μόνα τους όμως όλα αυτά, δίχως τη βασική προϋπόθεση, είναι σκύβαλα και ασημαντότητες επί ματαίω. Όσο αρνούμαστε να το συνειδητοποιήσουμε αυτό, πολύ απλά θα συνεχίσουμε να αναλωνόμαστε σε μία εντελώς άσκοπη και αποπροσανατολιστική σπατάλη ενέργειας (με ανούσιες «διαπιστώσεις», αναλύσεις, κριτικές και άλλες μάταιες «δράσεις»). Και θα εξακολουθήσουμε να τρώμε συνεχείς σφαλιάρες, σε έναν ολοένα και πιο τραχύ κατήφορο…